φουγάρο — το, Ν 1. καπνοδόχος πλοίου, τζακιού, εργοστασίου 2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που καπνίζει πολλά τσιγάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fogara] … Dictionary of Greek
καμινάδα — η (λ. ενετ.), καπνοδόχη, φουγάρο: Τα σπίτια που έχουν τζάκι έχουν και καμινάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπέλο — το (λ. ιταλ.) 1. κάλυμμα του κεφαλιού: Δε φορούσε καπέλο, όταν τον είδα. 2. σκέπασμα καπνοδόχου: Τραβάει το τζάκι, γιατί έχει καπέλο το φουγάρο του. 3. παράνομη επιβάρυνση της αξίας εμπορεύματος: Η τιμή των ψαριών ήταν 20 ευρώ, αλλά τα αγόρασε 22 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπνοδόχη, η — και καπνοδόχος, ο, η φουγάρο: Ο καπνός βγαίνει από την καπνοδόχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιμινιέρα — η (λ. ιταλ.) 1. η καπνοδόχος των πλοίων, καμινάδα, φουγάρο. 2. κάθε καπνοδόχος (σπιτιού, εργοστασίου κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)